ἀληθευτικός

Revision as of 22:30, 18 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἀληθευτική, ἀληθευτικόν, truthful, genuine, sincere, frank, candid, Arist.EN1127a24, al.; τὸ ἀ. Hierocl.in CA2p.422M. Adv. ἀληθευτικῶς = frankly, sincerely Eust.385.6, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sincero Arist.EN 1124b30, 1127a24
neutr. subst. Hierocl.in CA 2.
2 adv. ἀληθευτικῶς = sinceramente Eust.385.6.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀληθευτικός -ή -όν ἀληθεύω eerlijk, oprecht.

German (Pape)

wahrhaftig, Arist. Eth. 4.3 und 7; in der Mitte stehend zwischen dem εἴρων und ἀλαζών.

Russian (Dvoretsky)

ἀληθευτικός: правдивый, искренний Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθευτικός: -ή, -όν, φιλαλήθης, οὐδὲν ἀποκρύπτων, εἰλικρινής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7. ― ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 385, 6 κτλ.

Greek Monolingual

ἀληθευτικός, -ή, -ὸν (AM) ἀληθευτής
1. αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια, φιλαλήθης, ειλικρινής
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀληθευτικόν
η φιλαλήθεια.