λινόστροφος

Revision as of 09:46, 4 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

λινόστροφον,
A twisted of flax, θῶμιγξ Opp.H.3.76.
II λινόστροφον, τό, = marrubium, Plin.HN20.241, Glossaria.

German (Pape)

aus Flachs gedreht, geflochten, θῶμιγξ, Opp. Hal. 3.76.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόστροφος: -ον, συνεστραμμένος ἐκ λίνου, θῶμιγξ Ὀππ. Ἁλ. 3. 76.

Greek Monolingual

λινόστροφος, -ον (Α)
1. πλεγμένος με λινάρι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λινόστροφον
το φυτό πράσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -στροφος (< στρέφω), πρβλ. αργόστροφος, εύστροφος].