λιποβλέφαρος

Revision as of 13:28, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

German (Pape)

[Seite 51] von den Augenlidern, Augen verlassen, blind, κύκλος, Nonn. par. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποβλέφᾰρος: -ον, ἄνευ βλεφάρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 1.

Greek Monolingual

λιποβλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει βλέφαρα
2. ο αόμματος, ο τυφλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικοβλέφαρος, χαριτοβλέφαρος].

Translations

eyeless

Eastern Mari: шинчадыме; French: sans yeux; German: augenlos, ohne Augen; Greek: αόμματος; Ancient Greek: ἄοψ, ἀνόφθαλμος, ἀνόμματος, λιποβλέφαρος, λιπόγληνος, ὀμματοστερής; Icelandic: augnalaus, sjónlaus; Komi-Permyak: синтӧм; Polish: bezoki; Russian: слепой, незрячий, безглазый, ничего не видящий; Turkish: gözsüz