ἐχθός
English (LSJ)
A Adv. = ἐκτός, outside, τᾶς ϝοικίας Schwyzer 323 C35 (Delph., iv B.C.).
2 except, προξένω ib.363.11 (Locr., V B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθός: ἐκτός, Ἐπιγρ. Λοκρικὴ Οἰνανθείας, ἔκδ. Ἰω. Οἰκονομίδου, Hicks 31. 11.
Greek Monolingual
ἐχθός (Α)
επίρρ. εκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. (λοκρικής, δελφικής διαλέκτου) του εκτός (< εξ + επιρρ. κατάλ. -τος), πρβλ. εν-τός, λατ. in-tus].
Greek Monolingual
ἔχθος, τὸ (ΑΜ)
μίσος, έχθρα, εχθρότητα («ἔχθεα λυγρά», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
το αντικείμενο του μίσους ή της έχθρας («ὦ πλεῖστον ἔχθος ὄνομα Σαλαμῖνος κλύειν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εχθρός].