ἐπαίτης

Revision as of 14:25, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

English (LSJ)

ἐπαίτου, ὁ, beggar, Telesp.14 H., Nech. ap. Vett.Val.290.2, Ath.5.192f, D.C.66.8 codd. ἐπαίτησις, εως, ἡ, begging, LXX Si.40.28,30.

German (Pape)

[Seite 896] ὁ, der fordert, Bettler, Teles Stob. fl. 5, 67; Ath. V, 192 f u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίτης: -ου, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ζήτουλας», «διακονιάρης», Ἀθήν. 192F, Δίων Κ. 66. 8.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῖτις») επαιτώ
ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης
μσν.- νεοελλ.
«μοναχοί ἐπαῖτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών.