ζήτουλας

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

ο
ο ζητιάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. του ρ. ζητώ με την επιτατική καταλ. -ουλας (πρβλ. δράκουλας, ρούφουλας)].