ζήτουλας

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

ο
ο ζητιάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. του ρ. ζητώ με την επιτατική καταλ. -ουλας (πρβλ. δράκουλας, ρούφουλας)].