διακονιάρης

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

και διακόναρος, ο (θηλ. διακονιάρα ή διακονιάρισσα, η) διακονιά
1. ζητιάνος, επαίτης
2. άνθρωπος κατώτερης κοινωνικής ή οικονομικής θέσης.