Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
και διακόναρος, ο (θηλ. διακονιάρα ή διακονιάρισσα, η) διακονιά1. ζητιάνος, επαίτης2. άνθρωπος κατώτερης κοινωνικής ή οικονομικής θέσης.