πλευρίτιδα
Greek Monolingual
η / πλευρῖτις, -ίτιδος, ΝΜΑ
φλεγμονή του υπεζωκότα με συλλογή υγρού στην πλευρική κοιλότητα
νεοελλ.
φρ.
1. «υγρά πλευρίτιδα» — φλεγμονή του υπεζωκότα με συλλογή φλεγμονώδους υγρού
2. «ξηρά πλευρίτιδα» — φλεγμονή του υπεζωκότα, χωρίς συλλογή υγρού
3. «μονόπλευρη [δίπλευρη, δεξιά, αριστερά] πλευρίτιδα» — φλεγμονή στη μια πλευρά, δεξιά ή αριστερά ή και στις δύο
αρχ.
το φυτό σκόρδιον, κατά την ταξινόμηση του Διοσκορίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. σπληνίτης). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως ονομ. του φυτού σκόρδιον λόγω των ιδιοτήτων του].