[Seite 1057] ὁ, lem. σχοινῖτις, von Binsen gemacht, καλύβη, Leon. Tar. 91 (VII, 295).
ὁ, θηλ. σχοινῖτις, -ίτιδος, Α
κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. σεληνίτης)].