ὀλιβρός

Revision as of 14:53, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ά, όν, = ὀλισθηρός (slippery, hard to catch and keep hold of, liable to slip), Id.

German (Pape)

[Seite 319] dor. = ὀλισθηρός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλιβρός: -ά, -όν, = ὀλισθηρός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀλιβρός, -ά, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθηρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lei- / slei- «γλιστρώ» (πρβλ. ολίσθάνω), με παρέκταση b, προθεματικό φωνήεν - και επίθημα -ρός (πρβλ. κυδρός, ψυχρός). Η λ. συνδέεται με αγγλοσαξ. slipor, αρχ. άνω γερμ. sleffar «ολισθηρός», αρχ. ισλδ. sleipr, καθώς και με ρηματικούς τ., όπως αρχ. άνω γερμ. slῖfan γερμ. schleifen (βλ. και λ. ολισθαίνω)].