κυδρός

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδρός Medium diacritics: κυδρός Low diacritics: κυδρός Capitals: ΚΥΔΡΟΣ
Transliteration A: kydrós Transliteration B: kydros Transliteration C: kydros Beta Code: kudro/s

English (LSJ)

ά, όν, (κῦδος) = κυδάλιμος, in Hom. always in fem., as epithet of Hera and Leto, Διὸς κυδρὴ παράκοιτις Il.18.184, Od.11.580; of Pallas, h.Hom.28.1; Δίκη Hes.Op.257 (v.l. κυδνή); θεαί, of the Nymphs, A.Fr.168 (hex.); rarely of a mortal woman, Od.15.26: masc. first in h.Merc.461, Alcm.9; of a man, X.Ap.29; of a horse, κυδρῷ τῷ σχήματι φέρεται Id.Eq.10.16; κυδρότερον πίνειν = to drink more lustily, Ion Eleg.2.10.—Poet. word, used once in Trag., and twice by X.—Besides regul. Comp. κυδρότερος Xenoph.2.6, B.1.54, we find κυδίων, -ιστος (v. κύδιστος), also κυδέστερος Plb.3.96.7: Sup. κυδίστατος Nic.Th.3; κυδότερος, κυδότατος EM543.29.

German (Pape)

[Seite 1525] = κυδάλιμος, ruhmvoll, hochgeehrt; bei Hom. heißt so Leto, Διὸς κυδρὴ παράκοιτις, Od. 11, 579, wie Here, Il. 18, 184; von der sterblichen Frau Od. 15, 26, wie sonst αἰδοίη; Hes., s. κυδνός, als v.l.; das masc. erst H. h. Merc. 461; – κυδρότερος, Xenophan. bei Ath. X, 414 a, wie Ion XI, 463 d. S. oben κύδιστος, κυδίων. – In Prosa nur Xen. Equ. 10, 16, κυδρῷ σχήματι.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
glorieux, illustre ; en parl. d'un cheval fier, glorieux.
Étymologie: cf. κῦδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδρός -ά -όν [κῦδος] poët., comp. κυδρότερος en κυδίων; superl. κύδιστος, stralend, met grote uitstraling:; Ζεῦ κύδιστε μέγιστε zeer indrukwekkende en grote Zeus Il. 2.412; Διὸς κυδρὴ παράκοιτις indrukwekkende bedgenote van Zeus (= Latona) Od. 11.580; zelden van stervelingen:. κυδρὴν παράκοιτιν stralende echtgenote Od. 15.26.

Russian (Dvoretsky)

κῠδρός: славный (Ἣρη, Παλλάς, παράκοιτις Hom.; Δίκη Hes.; ἀνήρ, ἵππος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

κῡδρός: -ά, -όν, (κῦδος) = κυδάλιμος, ἔνδοξος, ἐπιφανής, εὐγενής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ θηλ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἥρας καὶ τῆς Λητοῦς, Διὸς κυδρὴ παράκοιτις Ἰλ. Σ. 184, Ὀδ. Λ. 580· ἐπὶ τῆς Παλλάδος, Ὕμν. Ὁμ. 28. 1· Δίκη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 255· ἐπὶ τῶν Νυμφῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 170· σπανίως ἐπὶ θνητῆς γυναικός, Ὀδ. Ο. 26, Ἀνθ. Π. παράρτ. 244· ― τὸ ἀρσ. πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 461, Ἀλκμὰν 4· ἐπὶ ἀνθρώπου, Ξεν. Ἀπολ. 29· ἐπὶ ἵππου, ὑπερήφανος, γαυριῶν, μεγαλοπρεπής, ὁ αὐτ. Ἱππ. 10. 16· κυδρότερον πίνειν, πίνειν μετὰ πλειοτέρας ὀρέξεως, Ἴων παρ’ Ἀθην. 463C. ― Ποιητ. λέξ., ἐν χρήσει δὶς παρὰ Τραγ. καὶ δὶς παρὰ Ξεν. ― Πλὴν τοῦ ὁμαλοῦ συγκρ. κυδρότερος (Ξενοφάν. Ἀποσπ. 19. Karst.), ἔχομεν κυδίων, -ιστος (ἴδε κύδιστος), ὡσαύτως κυδέστερος Πολύβ. 3. 96, 7, καὶ κυδίστατος Νικ. Φ. 3· παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. (543, 28)· ὡσαύτως κυδότερος, -ότατος.

English (Autenrieth)

glorious, illustrious, always κυδρὴ παράκοιτις.

Greek Monolingual

κυδρός, -ά, -όν (Α)
1. ένδοξος, επιφανής («Ἥρη... Διὸς κυδρὴ παράκοιτις», Ομ. Ιλ.)
2. (για ίππο) υπερήφανος, καμαρωτός
3. φρ. «κυδρότερον πίνω» — πίνω με μεγαλύτερη όρεξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + επίθημα -ρός (πρβλ. αισχρός, ψυχρός). Κατά μία τολμηρή υπόθεση, ο τ. συνδέεται πιθ. με την περσ. ονομ. τών Σύδρων, λαού της Αραχωσίας, που έχει πιθ. σημ. «οι ένδοξοι», και με αρχ. ινδ. śūdrά- «οι ανήκοντες στην τέταρτη τάξη τών αρχ. Ινδών»].

Greek Monotonic

κῡδρός: -ά, -όν (κῦδος) = κυδάλιμος, ένδοξος, επιφανής, ευγενής, αγλαός, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για άλογο, περήφανος, μεγαλοπρεπής, σε Ξεν. (για τον ανώμ. συγκρ. και υπερθ. βλ. κύδιστος).

Middle Liddell

κῡδρός, ή, όν κῦδος = κυδάλιμος,]
glorious, illustrious, noble, Hom., Hes.; of a horse, proud, stately, Xen. (For the irreg. comp. and Sup., v. κύδιστος.)