= ὄζω (smell), c. gen., σίτου Sophr.123.
ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, οζαινόομαι (Α)όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζω («ὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι.