ἔξαλσις

Revision as of 19:50, 13 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A leaping with the legs held together (κομιδὴ σκελῶν συνεχής) for exercise, Aret.CD1.2.
II dislocation, displacement, Hp.Art.46.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
medic.
1 desplazamiento, luxación de vértebras οὐ ῥηΐδιον τοιαύτην ἔξαλσιν γενέσθαι ἐς τὸ ἔσω Hp.Art.46, cf. ib.
2 salto como ejercicio terapéutico, Aret.CD 1.2.13.

German (Pape)

[Seite 866] ἡ, der Sprung auf einem Fleck mit zusammengehaltenen Füßen, Aret. – Bei Hippocr. = Verrenkung.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαλσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξάλλεσθαι, πηδᾶν πρὸς τὰ ἄνω χάριν ἀσκήσεως, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2. ΙΙ. ἔξωσις, μετατόπισις, ἐπὶ τῶν σπονδύλων τῆς ῥάχεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· πρβλ. ἐξάλλομαι.

Greek Monolingual

ἔξαλσις, η (Α) εξάλλομαι
1. πήδημα με ενωμένα τα πόδια
2. (για σπονδύλους) εξάρθρωση.

Translations

dislocation

Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διάστρεμμα, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang