ἐξαρθρῶ

Revision as of 00:27, 14 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=(AM ἐξαρθρῶ, ἐξαρθρόω)<br />βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωσ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐξαρθρῶ, ἐξαρθρόω)
βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω
νεοελλ.
μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύωοικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών»).