μετωπίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, head-bandage, Hsch.
German (Pape)
[Seite 164] ίδος, ἡ, Stirnband, nach Hesych. ἰατρικὸν ἐπίδεσμον.
Greek (Liddell-Scott)
μετωπίς: -ίδος, ἡ, «ἰατρικὸς ἐπίδεσμος» (δηλ. τοῦ μετώπου) Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μετωπίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ιατρικός ἐπίδεσμος» του μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετωπ-ίδ-ς < μέτωπον + επίθημα -ιδ- (πρβλ. γλωττίς)].