μᾶλις

Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. μηλίς², Hippiatr. 2.

German (Pape)

[Seite 90] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶλις: -ιος, ἡ, νόσος τις τῶν ἵππων καὶ ὄνων, εἶδος κατάρρου, τῶν μυκτήρων· - ὡσαύτως μᾱλιασμός, Λατ. malleus, Ἱππιατρ., Σουΐδ.· μαλίη, παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλίς, ἡ (Μ)
δωρ. τ.) βλ. μηλίς.

Greek Monolingual

-εως και μάλη, η
(AM μᾱλις, -ιος)
λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, -εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς, -ίδος. Και τα δύο δηλώνουν νόσους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προελθούσες από παρομοιώσεις τών συμπτωμάτων της νόσου προς το σχήμα, χρώμα κ.λπ. του μήλου].