μάλις
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek Monolingual
-εως και μάλη, η
(AM μᾱλις, -ιος)
λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, -εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς, -ίδος. Και τα δύο δηλώνουν νόσους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προελθούσες από παρομοιώσεις τών συμπτωμάτων της νόσου προς το σχήμα, χρώμα κ.λπ. του μήλου].