μηλίς
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
μηλίδος, ἡ
1 (μῆλον B) = μηλέα (apple tree), Ibyc.1; Dor. μᾱλίς Theoc. 8.79.
2 a distemper of asses, prob. glanders, Arist.HA 605a16.
3 yellow pigment, Plu.2.58d; cf. Μηλιάς, Μήλιος II.
German (Pape)
[Seite 172] ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.
French (Bailly abrégé)
μηλίδος (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².
Russian (Dvoretsky)
1 дор. μᾱλίς, μηλίδος (ῐδ) ἡ яблоня Theocr.
2 μηλίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μηλίς: μηλίδος, ἡ, (μῆλον Β) = μηλέα, Ἴβυκ. 1· μᾱλίς, Θεόκρ. 8. 79.
Greek Monolingual
μηλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς)
κίτρινο χρώμα, ώχρα
αρχ.
1. το δέντρο μηλιά
2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές
3. ονομασία μιας ασθένειας του όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῦσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῦσι μηλίδα», Αριστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίς (πρβλ. καλαμίς)].