συνόμευνος
English (LSJ)
ὁ, ἡ, bedfellow, AP3.3 (Inscr. Cyzic.), IG14.2117 (Rome), 12(5).310 (Paros): fem. συνομβρομευνίς, ίδος, ἡ, Supp.Epigr.6.796 (Cappadocia, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1030] ὁ, ἡ, Bettgenosse, Ep. ad. 707. 721 b (App. 384. 244).
Russian (Dvoretsky)
συνόμευνος: ὁ и ἡ супруг(а) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
συνόμευνος: ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης, σύνευνος, Ἀνθ. Π. 3. 3, παράρτ. 244. 384.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, θηλ. και συνομευνίς, -ίδος, Α
σύνευνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὅμευνος «αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο»].