ἀλκυονίς

Revision as of 14:21, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A = ἀλκυών, A.R.1.1085, Epigr.Gr.205 (Halicarn.), 241.8 (Smyrna).
II Adj. ἀλκῠονίδες, αἱ, with or without ἡμέραι, winter days during which the halcyon builds, and the sea is calm, hence prov. of undisturbed tranquillity, Ar. Av.1594, cf. Arist.HA 542b15, Philoch.180, Luc.Halc.2, Suid.; placed in spring by Ps.- Democr. ap. Gem. Calend.9: sg. in Alciphr.1.1.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἁλκ- Democr.B 14.7
1 alción hembra A.R.1.1085, ἀ. γοεροῖς δάκρυσι μυρομένα ISmyrna 701.8 (II a.C.), cf. 1079.6 (Halicarnaso II a.C.), Epic.Alex.Adesp.9.9.13.
2 como adj. ἀ. ἡμέρα día del alción o buen tiempo durante el invierno, Alciphr.1.1.3
gener. en plu. ἀλκυονίδες abs. o c. ἡμέραι días del alción o de calma, veranillo durante el que se suponía que el alción hacía su nido, Arist.HA 542b6, 15, Luc.Halc.2, comienzan el 24 de Febrero, Democr.l.c., cf. 3
fig. de una calma ininterrumpida ἁλκυονίδας ... ἤγεθ' ἡμέρας Ar.Au.1594.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκυονίς: -ίδος, ἡ, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ ἀλκυών, ἀλλά κατὰ χρῆσιν = ἀλκυών, ‘Απολλ. Ρόδ. Α. 1085, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 205. Συλλ. Ἐπιγρ. 3333. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἀλκῠονίδες, αἱ, μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ ἡμέραι, = αἱ 14 τοῦ χειμῶνος ἡμέραι, καθ’ ἃς ἡ ἀλκυὼν κτίζει τὴν φωλεάν της καὶ ἡ θάλασσα εἶναι πάντοτε γαληνιαία. ὅθεν αἱ ἀλκυονίδες ἡμέραι, παροιμ. ἐπὶ ἀδιαταράκτου γαλήνης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1594· ἔνθα ἴδε Σχολ., πρβλ. Θεόκρ. 7. 57, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 8, 9, κἑξ. Φιλόχ. 180: ― ὡσαύτως ἀλκυόνειοι ἡμέραι, ἐν Ἀριστ. (ἔνθ’ ἀνωτ.)· πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 36.

Greek Monolingual

ἀλκυονίς (-ίδος), η (Α) ἀλκυών
1. η αλκυόνα
2. βλ. αλκυονίδες.