ἐπικαταψεύδομαι

Revision as of 11:40, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

English (LSJ)

A tell lies besides, Hdt.3.63, Th.8.74, D.H. 3.2.
II. accuse falsely, J.AJ17.5.5.
2. ἐ. θηλύτητα τῆς ὄψεως give a false appearance of femininity, ib.19.1.5.

German (Pape)

[Seite 947] noch dazu lügen (zu Jemandes Nachtheil), Her. 3, 63 Thuc. 8, 74 D. Hal. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

nuire encore à qqn par des mensonges.
Étymologie: ἐπί, καταψεύδομαι.

Greek Monolingual

ἐπικαταψεύδομαι (Α) καταψεύδομαι
1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον
2. κατηγορώ ψευδώς
3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα.

Greek Monotonic

ἐπικαταψεύδομαι: αποθ., ψεύδομαι πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταψεύδομαι: привирать, лгать (при этом) (ἔλεγε οὐδὲν ἐπικατεψευσμένος Her.): καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπικαταψευδόμενος ἔλεγεν Thuc. и (Херей) добавил к этому много другой лжи.

Middle Liddell

Dep. to tell lies besides, Hdt., Thuc.