ἀποπήγνυμι

Revision as of 11:48, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A make to freeze, freeze, τἀντικνήμια Ar.Ra.126:—Pass., of men, to be frozen, in fut. -πᾰγήσομαι X.Mem.4.3.8.
2 of blood, congeal, Hp.Morb.Sacr.9:—Pass., X.An.5.8.15.

Spanish (DGE)

(ἀποπήγνῡμι) I tr. coagular por el frío αἷμα Hp.Morb.Sacr.9.4
paralizar, helar τἀντικνήμια de la cicuta, Ar.Ra.126.
II intr. en v. med.-pas.
1 helarse de pers., X.Mem.4.3.8, αἷμα X.An.5.8.15, detenerse el pulso, Gal.8.662
fig. helarse de espanto ἀκούσασα δέ, ἀπεπάγη ὅλη Apoph.Patr.M.65.217D.
2 clavarse τοὺς ἀποπαγέντας ἐν αὐτοῖς σκόλοπας Ath.Al. en Socr.Sch.HE 2.28.10.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πήγνυμι), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, αἷμα ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεθα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπήξω, Pass. fut.2 ἀποπαγήσομαι;
faire geler ; Pass. geler.
Étymologie: ἀπό, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπήγνῡμι: леденить, замораживать (ἀντικνήμια Arph.); pass. застывать, мерзнуть (ὑπὸ ψύχους Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, κάμνω τι νὰ παγώσῃ, εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια Ἀριστοφ. Βάτρ. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, παγώνω: μέλλ. -πᾰγήσομαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· ἐπὶ τοῦ αἵματος ζῶντος ἀνθρώπου ὡς καὶ νῦν, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 8, 15.

Greek Monolingual

ἀποπήγνυμι (Α)
1. κάνω κάτι να παγώσει, παγώνω
2. (για αίμα) πήζω εντελώς.

Greek Monotonic

ἀποπήγνυμι: μέλ. -πήξω, κάνω κάτι να παγώσει, αποψύχω, σε Αριστοφ. — Παθ., μέλ. -πᾰγήσομαι, παγώνω, ψύχομαι, σε Ξεν.· λέγεται για το αίμα, πήζω, σχηματίζω θρόμβους, στον ίδ.

Middle Liddell

to make to freeze, to freeze, Ar.:—Pass., to be frozen, Xen.: of blood, to curdle, Xen.