αποψύχω

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποψύχω)
1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό
νεοελλ.
1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω
2. πεθαίνω
μσν.- νεοελλ.
(-ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι
αρχ.
1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ
2. απρόσ. ἀποψύχει
αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός
3. (-ομαι) α) καθίσταμαι ψυχρός
β) στεγνώνω, ξεραίνομαι
γ) τρέμω, έχω ρίγος
δ) γίνομαι ψυχρός και αδιάφορος ως προς κάτι.