ἀπόκρημνος

Revision as of 11:49, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀπόκρημνον, sheer, precipitous, ὄρος ἄβατον καὶ ἀ. Hdt.7.176, cf.3.111; χῶρος ἀ. Id.8.53, cf. Th.4.31, etc.: Sup., Diog.Ep.37.4: metaph. of an advocate's case, full of difficulties, πάντα ἀ. ὁρῶ D.25.76.

Spanish (DGE)

-ον
1 escarpado, a pico ὄρος ἄβατόν τε καὶ ἀ. Hdt.7.176, ἀποκρήμνοισι ὄρεσι Hdt.3.111, cf. SB 8545b.7 (Nubia I d.C.), χῶρος Hdt.8.53, cf. Them.Or.18.217a, de la costa de una isla, Th.4.31, τόπος X.Cyn.8.4, Arist.HA 578a27, Diog.Ep.37.4, Ps.Dicaearch.2.6, πέτραι Arist.HA 619a26
puntiagudo de la parte alta de una torre, LXX 2Ma.13.5.
2 fig. erizado de dificultades πάντ' ἀπόκρημνα (ὁρῶ) D.25.76.

German (Pape)

[Seite 308] abschüssig, steil, ὄρος Her. 1, 111; χώρα 8, 53; Thuc. 4, 31; Dem. 25, 76 τὰ ἀπόκρημνα; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
escarpé.
Étymologie: ἀπό, κρημνός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκρημνος:
1 обрывистый, крутой (ὄρος Her.; χωρίον Thuc.: τόπος Xen.; πέτραι Arst.);
2 трудный (πάντα ἀπόκρημνα Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκρημνος: κρημνώδης, οὖρος ἄβατόν τε καὶ ἀπόκρημνον Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 111· χῶρος ἀπόκρημνος ὁ αὐτ. 8. 53, πρβλ. Θουκ. 4. 31., 6. 96, κτλ.: - μεταφ. ἐπὶ ὑποθέσεώς τινος τοῦ συνηγόρου, πλήρης δυσκολιῶν, πάντα ἀπόκρημνα ὁρῶ Δημ. 793. 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπόκρημνος, -ον)
αυτός που έχει γκρεμούς, κρημνώδης, απότομος
αρχ.
ο γεμάτος από δυσκολίες.

Greek Monotonic

ἀπόκρημνος: -ον, κρημνώδης, αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο γεμάτος δυσκολίες, λέγεται για δικαστική υπόθεση, σε Δημ.

Middle Liddell

broken sheer off, precipitous, Hdt., Thuc., etc.:—metaph. full of difficulties, Dem.

English (Woodhouse)

precipitous, sheer, steep