ευσπλαγχνιά

Revision as of 11:48, 5 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=ευσπλαγχνία και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία<br...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ευσπλαγχνία και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία
Μ και εὐσπλαχνία) εύσπλαγχνος
ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια, λύπηση (α. «η ευσπλαγχνία του θεού» β. «κι ως άνθρωποι την ευσπλαγχνιάν ουδόλως θυμηθήκαν» γ. «αλλά με λύπην κιόλας κι ευσπλαγχνίαν», Καβάφ.
δ. «δῶρον δέχεσθαι τῆς ἐμῆς εὐσπλαγχνίας», Ευρ.)
νεοελλ.
1. συμπάθεια, εύνοια («σπλαχνία στους χριστιανούς»)
2. προσήνεια
3. αγάπη, στοργή.