λοχισμός

Revision as of 22:43, 7 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Philop" to "Philop")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, placing in ambush, Plu.Phil.13 (pl.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mettre ou de se mettre en embuscade.
Étymologie: λοχίζω.

German (Pape)

ὁ, das in Hinterhalt Stellen, Legen, Plut. Philop. 13.

Russian (Dvoretsky)

λοχισμός:устройство засады, помещение в засаду Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λοχισμός: ὁ, ἡ εἰς ἐνέδραν τοποθέτησις, Πλουτ. Φιλοπ. 13.

Greek Monolingual

λοχισμός, ὁ (Α) λοχίζω
στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα.

Greek Monotonic

λοχισμός: ὁ (λοχίζω), τοποθέτηση σε ενέδρα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

λοχισμός, οῦ, ὁ, λοχίζω
a placing in ambush, Plut.