ἀξιοστράτηγος

Revision as of 13:14, 11 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "werth" to "wert")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, worthy of being general or worthy of a great commander, X.An.3.1.24 (Comp.), D.C.36.24 codd. (Sup.):—ἀξιο-στρᾰτηγικός is found as v.l. in Arr.An.4.11.9 and D.C.41.55, and ἀξιο-στρᾰτήγητος Id.45.42.

Spanish (DGE)

-ον
digno de ser general φάνητε ... τῶν στρατηγῶν ἀξιοστρατηγότεροι mostraos más dignos de ser generales que los generales X.An.3.1.24.

German (Pape)

[Seite 270] wert, Feldherr zu sein, Xen. An. 3, 1, 24; Arr. 4, 11, 6; Dio C. S. die vor.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne du commandement.
Étymologie: ἄξιος, στρατηγός.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοστράτηγος: достойный быть полководцем Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοστράτηγος: -ον, ἄξιος νὰ εἶναι στρατηγός, φάνητε τῶν λοχαγῶν ἄριστοι καὶ τῶν στρατηγῶν ἀξιοστρατηγότεροι Ξεν. Ἀν. 3. 1, 24: ― οἱ τύποι ἀξιοστρατηγικὸς καὶ ἀξιοστρατήγητος, εὑρίσκονται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἀρρ. καὶ Δίωνος Κ., ὁ Βέκκ. καὶ ὁ Δινδ. προτιμῶσι τὸν τελευταῖον.

Greek Monolingual

ἀξιοστράτηγος, -ον (Α)
ο άξιος να είναι στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + -στρατηγός < στρατηγός.

Greek Monotonic

ἀξιοστράτηγος: -ον, άξιος να είναι στρατηγός, σε Ξεν.

Middle Liddell

worthy of being general, Xen.