αὐτόχροος

Revision as of 09:57, 13 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

αὐτόχροον, contr. αὐτόχρους, αὐτόχρουν,
A with its own, natural colour, Plu.2.270f.
2 of one and the same colour, ib.330a.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui a sa couleur propre, sa couleur naturelle;
2 d'une seule et même couleur.
Étymologie: αὐτός, χρόα.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, ουν, ἔχων τὸ ἴδιον ἑαυτοῦ χρῶμα, δηλ. τὸ φυσικὸν αὐτοῦ χρῶμα, Πλούτ. 2. 270Ε. 2) τοῦ αὐτοῦ χρώματος, αὐτόθι 330Α.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόχροος: стяж. αὐτόχρους
1 самоцветный, натуральный (τὸ μέλαν Plut.);
2 одноцветный (χλαμύς Plut.).

German (Pape)

mit eigener, natürlicher Farbe, μέλαν Plut. qu.Rom. 26; von einerlei Farbe, χλαμύς, dem περιπόρφυρος entgegstzt Plut. Alex. fort. I.8.