ξυλουργέω

Revision as of 18:32, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ion. ξυλοργέω, work wood, Hdt.3.113.

German (Pape)

[Seite 281] Holz verarbeiten, Her. 3, 113.

French (Bailly abrégé)

ξυλουργῶ :
travailler le bois.
Étymologie: ξύλον, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλουργέω: обрабатывать дерево, плотничать Her.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργέω: (*ἔργω) ἐργάζομαι τὸ ξύλον, ἅπας τις τῶν ποιμένων ἐπίσταται ξυλουργέειν ἐς τοσοῦτο Ἡρόδ. 3. 113· μεταφ., ξυλουργεῖν λόγους Τζέτζ.

Greek Monotonic

ξῠλουργέω: (*ἔργω), κατεργάζομαι ξύλα, είμαι ξυλουργός, μαραγκός, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ξῠλ-ουργέω, [*ἔργω
to work wood, Hdt.