ξυλουργέω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 281] Holz verarbeiten, Her. 3, 113.
French (Bailly abrégé)
ξυλουργῶ :
travailler le bois.
Étymologie: ξύλον, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλουργέω: обрабатывать дерево, плотничать Her.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλουργέω: (*ἔργω) ἐργάζομαι τὸ ξύλον, ἅπας τις τῶν ποιμένων ἐπίσταται ξυλουργέειν ἐς τοσοῦτο Ἡρόδ. 3. 113· μεταφ., ξυλουργεῖν λόγους Τζέτζ.
Greek Monotonic
ξῠλουργέω: (*ἔργω), κατεργάζομαι ξύλα, είμαι ξυλουργός, μαραγκός, σε Ηρόδ.