περιξέω

Revision as of 18:35, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A polish all round, Theoc.22.50, Supp.Epigr.4.446.13 (Didyma, iii B.C.), Gal.UP16.11:—Pass., Lib.Or.18.219.
2 scrape all round, Hp.Mul.2.144.

German (Pape)

[Seite 584] (s. ξέω), ringsum behauen, glätten, πέτρους Theocr. 22, 50.

French (Bailly abrégé)

περιξῶ :
poli tout autour.
Étymologie: περί, ξέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ξέω polijsten, afschrapen.

Russian (Dvoretsky)

περιξέω: обтесывать кругом (πέτρους Theocr.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. ξέω γύρω γύρω, καθιστώ λεία μια κυκλοτερή επιφάνεια
2. στιλβώνω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ξέω «χαράζω», αλλά και «στιλβώνω»].

Greek Monotonic

περιξέω: μέλ. -έσω, ξύνω, γυαλίζω ολόγυρα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιξέω: μέλλ. -έσω, ξέω ὁλόγυρα, Θεόκρ. 22. 50, Κλήμ. Ἀλ. 45.

Middle Liddell

fut. έσω
to polish all round, Theocr.