ὀμβρέω

Revision as of 18:50, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when the latter rain of autumn comes, Hes.Op.415, cf. A.R.3.1399, Lyc.79.
II trans., rain or shower down upon, ἀγαθὸν ὀ. τινί Ph.1.402; πηγὰς γάλακτος ὀ. ἐν μαστοῖς Id.2.397, cf. Nonn. D. 2.33.
2 bedew, wet, δακρύοις λάρνακα AP7.340.
3 ὀμβρεῖ· ἀτιμάζει, ὑπερισχύει, αὔξει, πιαίνει, πλήθει, Hsch.

German (Pape)

[Seite 329] regnen; μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, wenn es im Spätherbst regnet, Hes. O. 417; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1399. – Auch trans., beregnen, Philo u. a. Sp.; u. übertr., benetzen, δακρύοις ὀμβρήσας λάρνακα, Ep. ad. 665 (VII, 340).

French (Bailly abrégé)

ὀμβρῶ :
I. intr. pleuvoir;
II. tr. 1 laisser couler, faire couler;
2 mouiller, humecter.
Étymologie: ὄμβρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀμβρέω:
1 (о дожде) идти, лить: μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός Hes. когда поздней осенью льют дожди;
2 орошать, мочить (δακρύοις λάρνακα μαρμαρέην Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβρέω: βρέχω, Ζεὺς ὀμβρεῖ (ὡς τὸ Ζεὺς ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, ὅταν μετὰ τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) δροσίζω, ὑγραίνω, τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340.

Greek Monotonic

ὀμβρέω: μέλ. -ήσω (ὄμβρος),·
I. βρέχω, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, όταν ο Δίας στέλνει τις φθινοπωρινές βροχές, σε Ησίοδ.
II. μτβ., δροσίζω, υγραίνω, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀμβρέω, fut. -ήσω ὄμβρος
I. to rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when Zeus sends the autumn rains, Hes.
II. trans. to bedew, Anth.