αλτήρας
Greek Monolingual
ο (Α ἁλτήρ) συνήθως στον πληθ. οι αλτήρες
νεοελλ.
όργανο γυμναστικής, βάρη, ειδικότερα δύο σφαίρες από μολύβι ή σίδερο, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με σιδερένια ράβδο που χρησιμοποιείται ως λαβή
είναι χρήσιμο για τα άλματα και γενικά για την προπόνηση τών αθλητών
αρχ.
βάρη που κρατούσαν οι άλτες στα χέρια για να αποκτήσουν μεγαλύτερη φόρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλλομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλτήρια, ἁλτηρία.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλτηροβολία].