προπόνηση

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(αθλ.) προγύμναση ενός αθλητή ή μιας αθλητικής ομάδας με στόχο τη διατήρηση της αγωνιστικότητας αλλά και την τεχνική και φυσική βελτίωση κάθε αγωνιζόμενου, προγύμναση που γίνεται μεθοδικά έτσι ώστε οι αθλητές να παρουσιάζουν τη μέγιστη απόδοσή τους στην κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προπονώ. Η λ., στον λόγιο τ. προπόνησις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].