οὐλοκάρηνος

Revision as of 22:13, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (οὖλος B)
A with crisp, curling hair, Od.19.246.
II (οὖλος A) οὐλόποδ', οὐλοκάρηνα, for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (cf. οὐλοκίκιννα), h.Merc.137.

German (Pape)

[Seite 412] krausköpfig, Od. 19, 246. – H. h. Merc. ist οὐλοκάρηνα = ὅλα κάρηνα. Vgl. οὐλόπους, οὐλοκίκιννα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la tête crépue, aux cheveux bouclés.
Étymologie: οὖλος², κάρηνον.

Russian (Dvoretsky)

οὐλοκάρηνος: (ᾰ) οὖλος I] (о жертвенном животном) с неповрежденной головой HH.
(ᾰ) οὖλος III] с курчавой головой Hom.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλοκάρηνος: [ᾰ], -ον, (οὖλος Β) ὁ ἔχων οὔλην ἤτοι «σγουρὰν» κόμην, Ὀδ. Τ. 246. ΙΙ. οὐλόποδ’, οὐλοκάρηνα, ἀντὶ ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (πρβλ. οὐλοκίκιννα), Ὁμήρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 137.

English (Autenrieth)

(οὖλο Od. 18.2): with thick, curly hair, Od. 19.246†.

Greek Monolingual

οὐλοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθοκάρηνος].

Greek Monotonic

οὐλοκάρηνος: [ᾰ], -ον (οὖλος Β, κάρηνον),
I. αυτός που έχει κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.
II. οὐλόποδ' οὐλοκάρηνα, ποιητ. αντί ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

οὐλο-κᾰ́ρηνος, ον, [οὖλος2, κάρηνον
I. with crisp, curling hair, Od.
II. οὐλόποδ', οὐλοκάρηνα, poet. for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα, Hhymn.