Τρωιάς
Greek (Liddell-Scott)
Τρωιάς: συνῃρ. Τρῳάς, (συχνὰ φέρεται Τρωάς), άδος, θηλ. τοῦ Τρώιος, ἡ ἐκ Τροίας, Ὀδ. Ν. 263· Τρωιάδας γυναῖκας Ἰλ. Θ. 139, κ. ἀλλ.· καὶ μόνον Τρωιάδες Σ. 122, κ. ἀλλ., Τρῶας καὶ Τρῳάδας, ἄνδρας καὶ γυναῖκας ἐκ Τροίας, Χ. 105. ΙΙ. γῆ Τρῳάς, ἡ Τρωϊκὴ χώρα, Σοφ. Αἴ. 819, καὶ ἀλλ.· καὶ ἄνευ τοῦ γῆ, ἡ Τρῳὰς Ἡρόδ. 5. 122.
English (Autenrieth)
see Τρώιος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. Τρωάς.
Russian (Dvoretsky)
Τρωιάς: I стяж. Τρῳάς, άδος adj. f троянская (γυναῖκες Hom.; γῆ Soph.).
II стяж. Τρῳάς, άδος ἡ
1) (sc. γυνή) троянка Hom.;
2) (sc. γῆ) Троада Her.