ἀφεσμός

(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, swarm of bees, Arist.HA629a9.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ enjambre ἀ. ..., ὥσπερ τῶν μελιττῶν, οὐ γίνεται ... ἀλλ' ἀεὶ ... αὐτοῦ μένουσι Arist.HA 629a9, ἐὰν ἀποπλανηθῇ ὁ ἀ. Arist.HA 624a28.

German (Pape)

[Seite 409] ὁ, Bjenenschwarm, Arist. H. A. 9, 40.

Russian (Dvoretsky)

ἀφεσμός: ὁ молодой (пчелиный) рой Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεσμός: ὁ, νεαρὸν σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 42, 3.

Greek Monolingual

ἀφεσμός, ο (Α)
το νέο σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + εσμός «σμήνος μελισσών», με επίδραση της λ. άφεσις].

Translations