πρωτομάστορας

Revision as of 15:00, 26 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

πρωτομάστορας και πρωτομάστορης, ο, Ν
1. ο πρώτος τών μαστόρων, ο αρχιτεχνίτης
2. έμπειρος κτίστης-τεχνίτης που αναλαμβάνει εργολαβικώς την εκτέλεση ενός έργου («βρίσκει τον πρωτομάστορη κι έκανε το κιβούρι», δημ. τραγούδι).