θύτης

Revision as of 07:25, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θύτου, ὁ, sacrificer or diviner, SIG589.18 (Magn. Mae., ii B. C.), D.S.17.17, Onos.10.25, Arr.Epict.1.17.18, IG14.617.6 (Rhegium), App.Hisp.85, Hdn.4.12.3: Thess. θύτας IG9(2).1234 (Phalanna).

German (Pape)

[Seite 1228] ὁ, = θυτήρ, Sp., wie Hdn. 4, 12, 6 App. Hisp. 85.

Greek (Liddell-Scott)

θύτης: ῠ, ου, ὁ, ὁ θυσιάζων, ὁ θυσιαστής, Ἀππ. Ἰβηρ. 85, Ἡρῳδιαν. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763· Δωρ. θύτας, αὐτόθι 1766.

Greek Monolingual

ο, θηλ. θύτις και θύτριαθύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)]
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής
2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής
νεοελλ.-μσν.
ο ιερέας που προσφέρει τη θυσία
αρχ.
θυσιαστής ή μάντης.