θυτήρ
From LSJ
English (LSJ)
θυτῆρος, ὁ, sacrificer, slayer, A.Ag. 224,240 (both lyr.), S.Tr.613, al.: coupled with μάντις, Call.Iamb.1.221.
German (Pape)
[Seite 1228] ῆρος, ὁ, der Opferer, Opferpriester, Aesch. Ag. 217. 231 Soph. Tr. 610. 1182.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
sacrificateur, prêtre.
Étymologie: θύω¹.
Russian (Dvoretsky)
θῠτήρ: ῆρος ὁ совершающий жертвоприношение, жрец Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
θῠτήρ: ῆρος, ὁ, (θύω Α) ὁ θύων, σφάζων, θυσιαστής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 225, 240, Σοφ. Τρ. 613, 661, 1192.
Greek Monolingual
θυτήρ, -ήρος, ὁ (Α) [θύω (I)]
αυτός που θυσιάζει, ο θύτης.
Greek Monotonic
θῠτήρ: -ῆρος, ὁ (θύω Α), θυσιαστής, σφαγέας, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
θῠτήρ, ῆρος, [θύω1]
a sacrificer, slayer, Aesch., Soph.