ἀρχικυβερνήτης

Revision as of 07:57, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀρχικυβερνήτου, ὁ, chiefpilot, Str.15.1.28, Plu.Alex.66, PGrenf. 2.80.8 (v A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ piloto oficial de la nave de Alejandro Magno, ref. al navegante Onesícrito, Plu.Alex.66, tal vez irón., por sus fabulosas historias, Str.15.1.28, de Timóstenes Rodio, piloto oficial de Ptolomeo II, Marcian.Proëm.2
de otros jefe de pilotos ἀ. τοῦ σύμπαντος στόλου D.S.20.50, cf. PGrenf.2.80.8 (V d.C.).

German (Pape)

[Seite 366] Obersteuermann, Strab.; Plut. Alex. 66 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pilote-chef, chef général de la timonerie ou ingénieur du bord.
Étymologie: ἄρχω, κυβερνήτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχικῡβερνήτης: ου ὁ главный кормчий Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχικῠβερνήτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνώτατος κυβερνήτης, ἀρχικυβερνήτης ὢν τοῦ παντὸς στόλου Διόδ. 20. 50, Στράβ. 698, Πλουτ. Ἀλέξ. 66.

Greek Monolingual

ἀρχικυβερνήτης, ο (Α)
ο πρώτος ανάμεσα στους κυβερνήτες, ο αρχηγός του στόλου ή μοίρας.

Greek Monotonic

ἀρχικῠβερνήτης: -οῦ, ὁ, ανώτατος κυβερνήτης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

a chief pilot, Plut.