ῥυμοτομία

Revision as of 08:05, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, division of a town or camp by streets, Plb.6.31.10, D.S.17.52, Str.14.1.37.

German (Pape)

[Seite 851] ἡ, Eintheilung der Stadt in Straßen, Viertel, Pol. 6, 31, 10.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡμοτομία:разделение на улицы или кварталы, планировка (города или лагеря) Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡμοτομία: ἡ, ἡ διαίρεσις πόλεως εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, Πολύβ. 6. 31, 10, Διόδ. 17. 52, Στράβ. 646· ἐν τῷ πληθ., ὁδοὶ ἢ συνοικίαι, Ἄννα Κομν. 2. 6.

Greek Monolingual

η / ῥυμοτομία, ΝΜΑ ῥυμοτομῶ
η διαίρεση μιας πόλης σε ρύμες, σε δρόμους, η χάραξη και διάνοιξη οδών
νεοελλ.
κλάδος της πολεοδομίας που έχει ως αντικείμενο τη διαρρύθμιση του χώρου μέσα στον οποίο πρόκειται να δημιουργηθεί ένας οικισμός και περιλαμβάνει τη χάραξη οδών και πλατειών, τη δημιουργία πάρκων και άλλων έργων, σύμφωνα με τους επιστημονικούς κανόνες, τις εκάστοτε ισχύουσες αισθητικές αντιλήψεις και, κυρίως, τις πρακτικές ανάγκες που πρόκειται να εξυπηρετηθούν
μσν.
στον πληθ. αἱ ῥιμοτομίαι
οι συνοικίες.