οικισμός

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source

Greek Monolingual

ο (Α οἰκισμός) οικίζω
1. εγκατάσταση αποίκων σε έναν τόπο, αποίκιση, αποικισμός
2. ίδρυση, θεμελίωση πόλεωνπόλεων οἰκισμοί», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ανεξάρτητο συνήθως σύνολο πρόχειρων ή λιγοστών κατοικιών σε ορισμένο τόπο, συνοικισμόςαγροτικός οικισμός»)
2. κατοικημένη περιοχή μικρότερη σε πληθυσμό από το χωριό, η οποία συνήθως αριθμεί λιγότερους από 100 μόνιμα εγκατεστημένους κατοίκους.