κνῖσος

Revision as of 13:24, 12 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Irrthum" to "Irrtum")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εος, τό, = κνῖσα, Com.Adesp.608, Sch.Il.2.423.

German (Pape)

[Seite 1461] oder κνῖσσος, τό, Nebenform von ἡ κνῖσα, wie ἡ δίψα, τὸ δίψος, ἡ πάθη, τὸ πάθος. Der sing. von τὸ κνῖσος wird in einem Schol. Iliad. 2, 423 aus einem nicht genannten Komiker angeführt, τὸ κνῖσος όπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας, Meineke Com. Graec. 4 p. 687. Der plural. τὰ κνίση erscheint in Stellen Homers als var. lect. So Iliad. 21, 363, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον, ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ,

Greek (Liddell-Scott)

κνῖσος: τό, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ κνῖσα, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 335a, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 423, Εὐστ..

Greek Monolingual

κνῖσος, τὸ (Α)
κνίσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του κνῖσα, κατά τα ουδ. σε -ος].