ἀλάλυγξ

Revision as of 15:20, 16 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Rater a " to "Rather a ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰλᾰ], ἀλάλυγγος, ἡ, = λυγμός, gulping, choking, Nic.Al.18, cf. AB374.

Spanish (DGE)

-υγγος, ἡ
• Prosodia: [ᾰλᾰ-]
ahogo Nic.Al.18, cf. AB 374.
• Etimología: Cf. λύγξ y ἀλαλή.

German (Pape)

[Seite 89] υγγος, ἡ, bei Nic. Al. 18 Schlucken, = λυγμός, nach B. A. 374 Angst (πνιγμός, ἀπορία).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάλυγξ: υγγος, ἡ, λυγμός, πνιγμός, Νικ. Ἀλεξιφ. 18.

Greek Monolingual

ἀλάλυγξ (-υγγος), η (Α)
λυγμός, πνιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με β΄ συνθ. τα ουσ. λύγξ «λόξυγγας». Το α’ συνθ. της λ. είναι άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το ἀλαλὰ ή να έχει σχέση με το ρ. ἀλῶμαι «περιφέρομαι» ή ἀλύω «είμαι ανήσυχος, ταραγμένος»].

Frisk Etymological English

-υγγος
Grammatical information: f.
Meaning: gulping (Nic. Al. 18).
Origin: Onom. [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: One suggests contamination of λύγξ (hiccup) and another word, like ἀλύω und ἀλάομαι; not very convincing. Does it contain ἀλαλά? Rather a primary formation (with the Pre-Greek element -υ(γ)κ-)?

Frisk Etymology German

ἀλάλυγξ: -υγγος
{alálugks}
Grammar: f.
Meaning: etwa Schlucken, Schluchzen (Nik. Al. 18).
Etymology: Expressive Kontamination von λύγξ Schlucken und einem anderen Wort, vgl. die Bildungen s. ἀλύω und ἀλάομαι.
Page 1,63