δακρυσταγής

Revision as of 06:20, 31 May 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Spanish (DGE)

(δακρυστᾰγής) -ές
lacrimoso, lloroso, γόος Tim.15.100, πόνοι Meth.Symp.291.

Greek Monolingual

δακρυσταγής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -σταγής < στάζω (πρβλ. αιμοσταγής)].

Greek (Liddell-Scott)

δακρυσταγής: -ές, στάζων δάκρυα, μτγν.