Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Α ὀρειβατῶ, ὀρειβατέω) ορειβάτηςνεοελλ.εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτηςαρχ.1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῖν εἰωθότες», Διόδ.)2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη.