καλύπτω

Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

Ep. impf.

   A κάλυπτον Il.24.20: fut. -ψω A.Th. 1045: aor. ἐκάλυψα, Ep.κάλ- Il.23.693:—Med., fut. καλύψομαι (ἐγ-) Ael.NA7.12, (συγ-) Aristid.2.59J.: Ep. aor. καλυψάμην Il.3.141, al.:—Pass., fut. καλυφθήσομαι Paus.8.11.11, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, (δια-) D.11.13: aor. ἐκαλύφθην Od.4.402, E.Supp.531: aor.2 part. καλῠφείς CPR239.5 (iii A.D.): pf. κεκάλυμμαι Il.16.360, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: plpf. κεκάλυπτο Il.21.549.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)    I cover, freq. c. dat. instr., παρδαλέῃ . . μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας 5.23 (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover, μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693; ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων 17.136; [πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death, τὼ . . τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν 4.461,503, etc.; τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13.580; τὼ δέ οἱ ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα 14.439; so τὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591; ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250: freq. in Lyr. and Trag., ὅταν θανάτοιο κυάνεον νέφος καλύψῃ B.12.64; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr.582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph.1633, Hel.1066: abs., καὐτὴ καλύψω A.Th.1045: rare in Prose, μὴ καλύπτειν τὰ δολοσχερέα τοῖς εἱματίοις SIG1218.7 (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—Med., cover or veil oneself, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο 14.184; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual) Χρόα καλόν Hes.Op.198: abs., καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53:—Pass., ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος . . ὤμους Il.16.360; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549; οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, τὸν νεκρὸν κεκαλυμμένον φερέτω σιγᾷ Michel995 C32 (Delph., v/iv B.C.); [βράγχια] καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA505a6; κεκαλυμμένος veiled IG5(2).514.10 (Lycosura).    2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—Act., Hippon.52, etc.; ἔξω μέ που καλύψατε S.OT1411, cf. Ev.Luc.23.30; κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254; σιγῇ κ. E.Hipp.712: metaph., ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2, cf. Ep.Jac.5.20.    3 cover with dishonour, throw a cloud over, σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC282.    II put over as a covering, πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17.132; πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε 22.313.

German (Pape)

[Seite 1315] umhüllen, umgeben, verhüllen, bedecken; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας Il. 5, 23; 13, 425 τινὰ Τρώων ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι, tödten; παρδαλέῃ μετάφρενον εὐρὺ κάλυψεν 10, 29; πέτρον χεὶρ ἐκάλυψε, umfaßte den Stein, 16, 735; ἃς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀφθαλμούς, verhüllte ihm die Augen, 16, 502; κρατερὸν δέ ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε, Trauer umhüllte, umdüsterte ihm die Augen, 11, 249; ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17, 591 Od. 24, 315; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν Il. 4, 461, Dunkel umhüllte ihm die Augen; τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13, 580, vom Tode. Auch τινί τι, über Einen Etwas decken, τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω, so viel Schlamm werde ich über ihn decken, Il. 21, 321, πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν 5, 315; πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψεν 22, 313; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17, 132, er stellte den Schild als Schirm vor od. um ihn. – Pass., κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ Od. 1, 443; ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος Il. 24, 163; ἀσπίδι κεκαλ. εὐρέας ὤμους 16, 360. – Med., sich bedecken, κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο Il. 14, 184; absol., Od. 10, 53. – So auch bei den Folgdn; χθονὶ γυῖα Pind. N. 8, 28; ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον Ol. 5, 16; χθονὶ κάλυψον Aesch. Prom. 583; Ταρτάρου κευθμὼν καλύπτει Κρόνον 220; δνόφοι καλύπτουσι δόμους Ch. 51; φάρει καλύψω Soph. Ai. 899; τάφῳ καλύψαι, begraben, Ant. 28; übertr., verhehlen, verheimlichen, μή τι κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ 1239; ἔξω μέ που καλύψατε, d. i. bringt mich hinaus und verberget mich, O. R. 1411; μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας Ἀθήνας O. C. 283, erniedrigen, ins Unglück stürzen; χέρσῳ καλύπτειν τοὺς θανόντας Eur. Hel. 1072; νεκρὸν γῇ Phoen. 1672; σιγῇ, verschweigen, Hipp. 712. – Selten in Prosa, Xen. Equ. 12, 5 u. einzeln bei Sp., wie Plut. Nic. 1. Gebräuchlicher sind die compp.