ἐφύπερθε
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
[ῠ], before a vowel ἔφυμν-θεν, Adv. above, atop, στορέσαι ἐ. Il. 24.645, cf. 9.213; κεφαλή τ' ἐ. τε χαῖται Od.4.150, cf. Il.14.184; from above, Od.9.383, Theoc.23.59: c. gen., Simon.183.7: Geog., above, c. gen., A.R.2.393.
German (Pape)
[Seite 1123] u. ἐφύπερθεν, von oben her, darüber hin; ἐγὼ δ' ἐφύπερθεν ἀερθεὶς δίνεον Od. 9, 383; στορέσαι τ' ἐφύπερθε τάπητας Il. 24, 645; οὐρανο ῦ Pind. frg. 226. 227, wie ὑδάτων ἐφ ύπερθεν ἅλατο Theocr. 23, 59; a. sp. D. Auch von d.r geographischen Lage, Φιλύρων δ' ἐφ. ἔασι Μάκρωνες Ap. Rh. 2, 396.
French (Bailly abrégé)
v. ἐφύπερθεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐφύπερθε: (ν) (ῠ), тж. ἐφ᾽ ὕπερθεν adv.
1 поверх, сверху (στορέσαι ἐ. τάπητας Hom.);
2 с высоты, сверху: ἐγὼ ἐ. ἀερθεὶς δίνεον Hom. навалившись сверху (на воткнутый в глаз Киклопа кол), я стал вращать (его).
(ν) praep. cum gen. сверху, над (οὐρανοῦ Pind.; ὑδάτων Theocr.; κεφαλῆς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφύπερθε: ῠ καὶ πρὸ φωνήεντος -θεν, Ἐπιρρ., ἄνωθεν, ὑπεράνω, στορέσαι τ’ ἐφύπερθε τάπητας Ιλ. Ω. 645, Ὀδ. Δ. 298, πρβλ. Ἰλ. Ι. 213· κρηδέμνω δ’ ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων Ξ. 184, ὑπεράνω, κεφαλή τ’ ἐφύπερθέ τε χαῖται Ὀδ. Δ. 150· ἐκ τῶν ἄνω, ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς Ὀδ. Ι. 383· ἀκολούθως ἐνίοτε μετὰ γεν., Πινδ. Ἀποσπ. 227, Θεόκρ. 23. 59· -ὡσαύτως γεωγραφικῶς ὑπεράνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 393.
Greek Monotonic
ἐφύπερθε: [ῠ], πριν από φωνήεν -θεν, επίρρ., πάνω από, ψηλά, στην κορυφή, υπεράνω, σε Όμηρ.· από ψηλά, από πάνω, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., σε Θεόκρ.
Middle Liddell
above, atop, above, Hom.:— from above, Od.:—c. gen., Theocr.