οἰκεῖος
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Heracl.634 ; Ion. οἰκήϊος, η, ον :
A in or of the house, once in Hes., δούρατ' ἀμάξης οἰκήϊα θέσθαι Op.457 ; λέβης A. Fr.1 ; κῆρυξ S.Tr.757 ; of or for household affairs, domestic (for οἰκηΐη, v. οἰκία II), τὰ οἰ. household affairs, property, Hdt.2.37, S.Ant.661 ; τὰ οἰ. ἀγαθά X.Oec.9.18 ; τὰ οἰ. τὰ αὑτοῦ his household goods, Lys.13.41 ; opp. πολιτικά, Th.2.40 ; opp. τὰ τῆς πόλεως, Pl.Ap.23b. 2 Astrol., οἰ. ζῴδια domiciliary signs, Vett.Val.37.21, al. II of persons, of the same household, family, or kin, related, ὥς οἱ ἐόντες οἰκήϊοι as being akin to him, Hdt.4.65 ; οἰκεῖον οὕτως οὐδὲν . . ὡς ἀνήρ τε καὶ γυνή so closely akin, Men.647 ; ἀνὴρ οἰ. kinsman, relative, near friend, Hdt.1.108 ; οἱ οἰ. kinsmen, opp. οἱ ἀλλότριοι, And.4.15, cf. Th.2.51 ; opp. ὀθνεῖοι, Pl. Prt.316c ; οἱ ἑωυτοῦ οἰκηϊότατοι his own nearest kinsmen, Hdt.3.65, cf. 5.5, D.18.288 ; of the tie itself, κατὰ τὸ οἰ. Ἀτρεῖ because of his relationship to Atreus, Th.1.9. 2 friendly, εἴχομέν ποτε . . τὸν τόπον τοῦτον οἰ. D.4.4 ; οὓς ἂν ἡγήσαιτο -οτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους Pl. Phd.89e. III of things. belonging to one's house or family, one's own (defined as ὅταν ἐφ' αὑτῷ ᾖ ἀπαλλοτριῶσαι Arist.Rh.1361a21), οἰ. ἄρουραι Pi.O.12.19 ; σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι A.Pr.398 ; γῆ, χθών, S.Aj. 859,Ant.1203 ; οἰκεῖον, ἢ 'ξ ἄλλου τινός ; born in the house, or . . ? Id.OT1162 ; αἱ οἰ. πόλεις their own cities, X.HG3.5.2 ; ἡ οἰ. (sc. γῆ), Ion. ἡ οἰκηΐη Hdt.1.64 ; [ἀναθήματα] οἰκήϊα his own property, ib.92 ; πόλεμοι οἰ. wars in one's own country, of the Helot war in Laconia, Th.1.118, cf.4.64 ; σῖτος οἰ. καὶ οὐκ ἐπακτός homegrown, Id.6.20. 2 = ἴδιος, one's own, personal, private, οἰκείων κερδέων εἵνεκα Thgn.46 ; ἐὼν ἐν κακῷ οἰκηΐῳ Hdt.1.45, cf. 153, Antipho 1.13 ; αἱ χεῖρες -ότεραι τοῦ σιδήρου Id.4.3.3 ; μηδὲν -οτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει with enjoyment not more our own, Th.2.38, cf. 7.70 ; ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰ. κίνδυνον ἔχειν Id.3.13 ; οἰ. ξύνεσις mother wit, Id.1.138 ; πρὸς οἰκείας χερός by his own hand, S.Ant.1176, etc.; for A.Ag.1220, v. βορά. b in Stoic Philos., endeared by nature to all animals, including man, τὸ πρῶτον οἰ. what is earliest endeared, Chrysipp.Stoic.3.43, Hierocl. p.7A. IV proper to a thing, fitting, suitable, οὔτε . . καλὸν οὐδὲν [οὐδ'] οἰκήϊον Hdt.3.81, cf. D.18.59. 2 c. dat. rei, belonging to, conformable to the nature of a thing, προοίμιον οἰ. ἑκάστῳ Pl.Lg.772e, cf. R.468d, al., and freq. in Arist., as EN1098a29 : also c. gen., τὰ αὐτῶν οἰ. Pl.Phd.96d ; οἰ. τῆς διαλεκτικῆς Arist.Top.101b2, cf. EN1096b31, Rh.1360a22 ; οἰ. πρός τι Plb.5.105.1. b of persons, c. gen., a student of . ., σοφίας Str.17.1.5 ; addicted to, καινοτομίας Iamb.VP 30.176. 3 proper, fit, οἰ. κατάγελως fit subject for ridicule, Men. 160 ; οἰ. ὄνομα a word in its proper, literal sense, opp. metaphor, Arist. Rh.1404b35. B Adv. οἰκείως has the same senses as the Adj., οἰ φέρε bear it like your own affair, Ar.Th.197 ; διαλέγεσθαι οἰ. τινί converse familiarly with him, Th.6.57 ; οἰ. χρῆσθαί τινι to be on familiar terms, X. HG2.3.16 ; οἰ. διακεῖσθαί τινι Id.An.7.5.16 ; πρός τι Plb.13.1.2 ; οἰ. δέχεσθαί τινας D.18.215 ; οἰ. ἔχειν τινί Id.4.4, etc. : Comp. -ότερον Is. 1.49 ; -οτέρως Arist.Cat.7a16 : Sup. -ότατα Plb.5.106.4. II properly, naturally, Ar.Lys.1118, X.Oec.2.17 ; opp. ἀλλοτρίως, Epicur. Ep.1p.14U. 2 affectionately, dutifully, ἔθαψε, περιέστειλεν οἰ. Men. 325.12, cf. Th.2.60. 3 literally, actually, Gal.Phil.Hist.39 D. 4 Astrol., οἰ. σχηματίζεσθαι, of a planet, to be in its domicile, Vett.Val. 58.27, al.
German (Pape)
[Seite 298] ion. οἰκήϊος, auch 2 Endgn, 1) häuslich, zum Hause, zur Familie gehörig, verwandt; σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; χεῖρας κρεῶν πλήθοντες οἰκείας βορᾶς, Ag. 1193, = τῶν οἰκείων, der Verwandten; οἰκεῖα πάθη, Soph. Ai. 253; οἰκείας εἰς ἄτας ἐμπίπτεις, El. 208; πένθος οἰκεῖον, um den Sohn, Ant. 1234; οἰκεία χθών, das Vaterland, 1188; ἄνδρα οἰκήϊον, einen Verwandten, Her. 1, 108; den συγγενεῖς entsprechend, 3, 119; τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηϊωτάτων, von den nächsten Verwandten, 3, 65. 5, 5; κατὰ τὸ οἰκεῖον, nach der Verwandtschaft, Thuc. 1, 9; τινί, Plat. oft, der es mit φίλος vrbdt, u. Euthyphr. 4 b εἴτε ἀλλότριος εἴτε οἰκεῖος gegenüberstellt, wie Rep. V, 463 b; τὸ μὲν οἰκεῖον καὶ συγγενές, ib. 470 b; καὶ γνώριμοι, II, 376 b; οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους, Phaed. 89 d; ὁ τούτων οἰκεῖος u. ἡμῖν οἰ. κειότατος ἦν Is. 1, 28, s. auch zu Ende; – befreundet, οὐδὲν οἰκεῖον, πάντα δὲ ἡγοῦνται πολέμια, Pol. 4, 3, 1, öfter. – 2) in Beziehung auf den Besitz, eigen, eigenthümlich; τὸ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὅμως, Pind. N. 1, 53; παρ' οἰκείαις ἀρούραις, Ol. 12, 21, οἰκεῖον ἢ 'ξ ἄλλου τινός, Soph. O. R. 1162, πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰ. κείας χερὸς ὄλωλεν, oder von eigener Hand, Ant. 1161; οὐ τὰ τῶν Ἰώνων πάθεα, ἀλλὰ τὰ οἰκήϊα, Her. 1, 153; ὡς οἰκείας αὐτῷ ταύτης οὔσης τῆς ἐπιστήμης, Plat. Polit. 266 e; τὴν οἰκείαν λιπόντες φύσιν, Soph. 264 e; τῶν οἰκείων χρημάτων ἐπιμελούμενοι, Legg. IX, 627 d; Ggstz τὰ τῆς πόλεως, Apol. 23 b; νομίσῃ τε μηδεὶς ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰκεῖον κίνδυνον ἕξειν, Thuc. 3, 13; auch im Ggstz von κοινός u. πολιτικός, den Privatmann betreffend, Her. 1, 45. 5, 47, Thuc. u. A.; οὐδὲν ἐμοὶ πρὸς τούτους οἰκεῖον οὐδὲ κοινὸν γέγονεν, Dem. 19, 236; πρὸς τοὺς οἰκείους πολέμους οἰκείᾳ χρῆσθαι δυνάμει, 13, 7. – 3) wozu geeignet, geschickt; οὔτε οἶδε καλὸν οὐδὲν οὐδ' οἰκήϊον, Her. 3, 81, noch was sich schickt; vgl. Plut. Symp. 8, 4, 3, τοὺς ῥήτορας ἐάσομεν περαίνειν τὸ οἰκεῖον, das ihnen Eigenthümliche, ihre Pflicht; οἰκείαν τιμὴν τῷ ἡβῶντι, Plat. Rep. V, 468 d; οἰκειοτάτη γοῦν διάλεκτος αὕτη αὐτοῖς, Theaet. 183 b; λόγους οἰκείους καὶ ἀναγκαίους τῇ γραφῇ ποιεῖν, Dem. 18, 59; adv., εἰ μέλλει οἰκείως λέγεσθαι, Plat. Rep. III, 397 c; οἰκειότερος καιρός, passendere Gelegenheit, Pol. 3, 8, 9; auch πρός τι, 5, 105, 1; auch geneigt wozu, λίαν οἰκείους ὄντας τῶν τοιούτων ἐγχειρημάτων, 4, 57, 4; πάντα ἦν οἰκεῖα τῆς μεταβολῆς, 14, 9, 5, oft; dah. οἰκείως διακεῖσθαι πρός τι, zu Etwas geneigt sein, 13, 1, 2, wie οἰκειότατα ἔχειν πρός τι, 5, 106, 4; aber οἰκειότατα χρῆσθαί τινι ist = sehr vertraut mit Einem umgehen, Is. 6, 1; u. so οἰκείως ἔχειν πρός τινα, in freundschaftlichem Verhältnisse zu Einem stehen, Thuc. 6, 57, wie Xen. Mem. 2, 7, 9 vrbdt φιλικώτερον καὶ οἰκειότερον ἀλλήλοις ἕξετε; – οἰκειοτέρως ἔχειν, Ath. V, 177 e.