παλαιστικός
English (LSJ)
παλαιστική, παλαιστικόν, (παλαίω)
A expert in wrestling, Arist.Rh.1361b24, Luc.DDeor.20.14, etc.; ἡ παλαιστική (sc. τέχνη) the art of wrestling, Paus. 1.39.3, etc. Adv. παλαιστικῶς Poll.3.149: Comp. παλαιστικώτερον Philostr.Gym. 35.
II suited for wrestling, ἰσχύς Plu.2.130b; στέρνα παλαιστικώτερα Philostr.Gym.35; cf. παλαιστρικός.
German (Pape)
[Seite 446] zum Ringen gehörig; ἡ παλαιστικὴ τέχνη, die Ringerkunst, Paus. 1, 19, 3; – ὁ παλαιστικός, der geschickte Ringer, Arist. rhet. 1, 5 u. A.; nach Phryn. 242 die ältere Form für παλαιστρικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 exercé ou propre à la lutte;
2 produit ou entretenu par l'habitude de la lutte.
Étymologie: παλαιστή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαιστικός -ή -όν [παλαιστής] bekwaam in het worstelen:; ὁ δὲ θλίβειν καὶ κατέχειν (sc. δυνάμενος) παλαιστικός wie kan vastknellen en vasthouden, is een goede worstelaar Aristot. Rh. 1361b24; uitbr. atletisch.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαιστικός:
1 опытный в борьбе, хорошо знакомый с искусством борьбы Arst., Luc.;
2 приобретаемый борьбой (ἰσχύς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιστικός: -ή, -όν, (παλαίω) ἔμπειρος εἰς τὴν πάλην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 14, κτλ.· - ἡ παλαιστικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ παλαίειν, Παυσ. 1. 39, 3, κτλ.· - ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Γ΄, 149.
ΙΙ. ἰσχὺς παλαιστική, ἡ προσγινομένη ἐκ τῆς πάλης, Πλούτ. 2. 130Α. - Πρβλ. παλαιστρικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α παλαιστικός, -ή, -όν) παλαιστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή
2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα της πάλης
3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστική
η τέχνη του παλαιστή
αρχ.
αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη («πρὸς ἰσχύν, οὐ παλαιστικὴν οὐδὲ σαρκοῦσαν καὶ πυκνοῦσαν», Πλούτ.).
επίρρ...
παλαιστικῶς (Α)
με παλαιστικό τρόπο, όπως οι παλαιστές.